- χήνα
- η1) гусь; 2) простофиля;
τί χήνα! — какой простофиля!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τί χήνα! — какой простофиля!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χήνα — Κοινή ονομασία διαφόρων στεγανοπόδων της οικογένειας των ανατιδών ή νησσιδών, που ανήκουν κυρίως στα γένη χην (anser) και βράντα (branta). Ειδικά, με την ονομασία αυτό χαρακτηρίζεται γενικά η κατοικίδια χ., οι διάφορες φυλές της οποίας… … Dictionary of Greek
χήνα — η 1. είδος πουλιού. 2. μωρός, ανόητος: Βρήκε χήνα και τη μαδά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χῆνα — χήν wild goose fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χηνάς — Χηνά̱ς , Χηναί fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ANSER — I. ANSER Poeta Romanus, quem Ovid. procacem vocat, l. 2. Trist. v. 435. Cinna quoque huic comes est, Ciunâque procacior Anser. Propert. l. 2. Eleg. nit. v. 90. ubi de Virgilio: Nec minor his animis, aut si minor, ore canorus Anseris indoctô… … Hofmann J. Lexicon universale
φύσημα — το, ΝΜΑ [φυσῶ] 1. το να φυσάει κάποιος, να βγάζει ρεύμα αέρα από το στόμα ή από τα ρουθούνια (α. «δυνατό φύσημα τής μύτης» β. «στέρνων δ ἄπο φύσημ ἀνεὶς δύσθνητον», Ευρ.) 2. το ρεύμα, η πνοή τού ανέμου (α. «το φύσημα δυνάμωσε μόλις στρίψαμε» β.… … Dictionary of Greek
χήνειος — α, ο / χήνειος, εία, ον, ΝΜΑ, και χήνιος, ία, ον, Μ, και ιων. τ. χήνεος, έα, ον, Α [χήν / χήνα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χήνα, χηνήσιος νεοελλ. φρ. «χήνειο δέρμα» ιατρ. χαρακτηρισμός δέρματος που παρουσιάζει, σε ορισμένες περιπτώσεις,… … Dictionary of Greek
χήνος — ο, Ν αρσενική χήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήνα, με αλλαγή γένους κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek
χηνήσιος — α, ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χήνα, χήνειος (α. «χηνήσιο κρέας» β. «χηνήσιο βάδισμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χήνα + κατάλ. ήσιος (πρβλ. μοσχαρ ήσιος)] … Dictionary of Greek
χηνίτσα — Μικρό νησί στην απέναντι ακτή των Σπετσών (Κόστα Ερμιονίδας). * * * η, Ν [χήνα] μικρή χήνα … Dictionary of Greek
χηνώδης — ώδες / χηνώδης, ῶδες, ΝΑ [χήν/χήνα] όμοιος με χήνα αρχ. μτφ. ανόητος («ἕνα φρόνιμον εἶναι πολλοὺς δὲ χηνώδεις», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek